οστεωδυνικός

οστεωδυνικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με την οστεωδυνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οστεωδυνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”